- ἀνήρει
- ἀνά-ἐρέωloveimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνῄρει — ἀναιρέω take up imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήιρει — ἀνῄρει , ἀναιρέω take up imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορατικός — ή, ό (Α όρατικός, ή, όν) αυτός που έχει ικανότητα να βλέπει αρχ. 1. αυτός που αντιλαμβάνεται με την όραση, με τους οφθαλμούς («οὐκ ἀνῄρει τὸ κατὰ τὸν λόγον καὶ πρόνοιαν ὁρατικοὺς καὶ ἀκουστικοὺς γεγονέναι», Πλούτ.) 2. αυτός που ανήκει ή… … Dictionary of Greek